σαρκοβλαστάνω

σαρκοβλαστάνω
σαρκο-βλαστάνω,
A grow flesh, Paul.Aeg.6.7 (v.l. σάρκα βλ.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαρκοβλαστάνω — ΜΑ παράγω σάρκα, επουλώνω πληγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + βλαστάνω] …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”